-
1 чешка
-
2 чешка
чеш||каж ἡ Τσέχα. -
3 чешка
[τσιέσκα] ουσ. α. Τσέχα -
4 чешка
[τσιέσκα] ουσ. α. Τσέχα -
5 чешка
[τσιέσκα] ουσ α Τσέχα -
6 чешка
[τσιέσκα] ουσ α Τσέχα
См. также в других словарях:
Σβέτλα, Καρολίνα — Τσέχα συγγραφέας, ψευδώνυμο της Ιωάννας Ροτοβά (Πράγα 1830 1899). Επηρεάστηκε από τον καθηγητή της και πατριώτη Π. Μούτσακ τον οποίο αργότερα παντρεύτηκε. Τα έργα της χαρακτηρίζονται από μια λεπταίσθητη φιλοσοφική διείσδυση, κατανοητή γλώσσα, στα … Dictionary of Greek
Τσέχος — ο, θηλ. Τσέχα, Ν 1. ο κάτοικος τής Τσεχίας ή αυτός που κατάγεται από την Τσεχία 2. φρ. «Τσέχοι Αδελφοί» οι οπαδοί τών τριών κλάδων τού ακραίου προτεσταντισμού που προήλθαν από την τσεχική μεταρρύθμιση τού 15ου αιώνα στη Βοημία και έχουν ως βασικό … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek